- παρατυπωτικός
- -ή, -όν, Α [παρατυπώ]αυτός που απεικονίζει, παριστάνει, εκφράζει ή απομιμείται απατηλά, εσφαλμένα.επίρρ...παρατυπωτικῶς Αμε εσφαλμένη απεικόνιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρατυπωτική — παρατυπωτικός misrepresenting as by an illusory copy fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατυπωτικῶς — παρατυπωτικός misrepresenting as by an illusory copy adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατυπωτικάς — παρατυπωτικά̱ς , παρατυπωτικός misrepresenting as by an illusory copy fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)